στροβιλοειδής

στροβιλοειδής
-ές, ΝΑ
νεοελλ.
αυτός που μοιάζει με στρόβιλο, με δίνη, στροβιλώδης
αρχ.
αυτός που μοιάζει με κώνο πεύκης, κωνικός.
επίρρ...
στροβιλοειδῶς Α
με κωνικό σχήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρόβιλος + -ειδής*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στροβιλοειδής — στροβῑλοειδής , στροβιλοειδής like a masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροβιλοειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που έχει σχήμα στροβίλου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στροβιλοειδές — στροβῑλοειδές , στροβιλοειδής like a masc/fem voc sg στροβῑλοειδές , στροβιλοειδής like a neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

  • αεροδίνη — η (Μετεωρ.) ατμοσφαιρικό φαινόμενο μικρής κλίμακας χρόνου (διαρκεί από μερικά δευτερόλεπτα ώς λίγα λεπτά) και περιορισμένων διαστάσεων, κατά το οποίο σημειώνεται κατακόρυφη ή κεκλιμένη στροβιλοειδής κίνηση τού ατμοσφαιρικού αέρα είτε κατά τη… …   Dictionary of Greek

  • στροβιλώδης — ες / στροβιλώδης, ῶδες, ΝΑ [στρόβιλος] νεοελλ. φυσ. αυτός που αναφέρεται στη γένεση στροβίλων μέσα στη μάζα ενός ρευστού, αλλ. τυρβώδης («στροβιλώδης ροή») αρχ. στροβιλοείδής, κωνικός («ὅρος στροβιλῶδες», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • στροβιλοειδῶς — στροβῑλοειδῶς , στροβιλοειδής like a adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”